-
1 защищать
защищать υποστηρίζω υπερασπίζω υπερασπίζομαι (отстаивать) \защищать дело мира υπερασπίζω την υπόθεση της ειρήνης \защищаться υπερασπίζομαι* * *υποστηρίζω; υπερασπίζω; υπερασπίζομαι ( отстаивать)защища́ть де́ло ми́ра — υπερασπίζω την υπόθεση της ειρήνης
-
2 отстаивать
отстаиватьнесов1. ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι, προασπίζω / ὑποστηρίζω (мнение и т. п.)/ περιφρουρώ (завоевания и т. п.):\отстаивать свои́ права́ ὑπερασπίζω τά δικαιώματα μου· \отстаивать дело мира ὑπερασπίζομαι τήν ὑπόθεση τής εἰρήνης·2. (простаивать на ногах) στέκομαι ὡς τό τέλος. -
3 защищать
защищатьнесов1. ὑπερασπίζω, ὑπερασπίζομαι, προστατεύω / προασπίζω (ограждать):\защищать мир ὑπερασπίζομαι τήν εἰρήνη· \защищать диссертацию ὑποστηρίζω διατριβἤ 2· юр. συνηγορώ:\защищать обвиняемого συνηγορώ ὑπέρ τοῦ κατηγορουμένου. -
4 заступить
-ушло, -упишьρ.σ.1. μ. (παλ. κ. απλ.) αντικαθιστώ, αντικατασταίνω, αναπληρώνω.2. αρχίζω, πιάνω (εργασία,υπηρεσία).3. πατώ με το πόδι. заступить μπαίνω, εισέρχομαι, εισδύω.5. υπερασπίζω, υποστηρίζω.εκφρ.заступить дорогу кому – κλείνω το δρόμο σε κάποιον, εμποδίζω.υπερασπίζομαι κάποιον, υποστηρίζω, παίρνω το μέρος κάποιου.
См. также в других словарях:
υπερασπίζω — υπερασπίζω, υπεράσπισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. υπερασπίζομαι Σημειώσεις: υπερασπίζω, υπερασπίζομαι : τα δύο ρ. έχουν την ίδια σημασία → προστατεύω ή υποστηρίζω ενάντια σε επίθεση, προσβολή ή ως συνήγορος σε δίκη … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υπερασπίζομαι — υπερασπίζομαι, υπερασπίστηκα βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: υπερασπίζω, υπερασπίζομαι : τα δύο ρ. έχουν την ίδια σημασία → προστατεύω ή υποστηρίζω ενάντια σε επίθεση, προσβολή ή ως συνήγορος σε δίκη … Τα ρήματα της νέας ελληνικής